άπλαστος — η, ο (AM ἄπλαστος, ον) 1. (για ζύμη) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί 2. εκείνος που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ασχημάτιστος 3. απλός, αβίαστος, ειλικρινής μσν. νεοελλ. (για γνώμη) ακαταστάλαχτος, ανόητος… … Dictionary of Greek
ακαταστάλακτος — η, ο και ακαταστάλαχτος [κατασταλάζω] 1. αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, ο θολός 2. όποιος δεν έχει καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις ή συμπεράσματα, ο δισταχτικός 3. ο πνευματικά ή ηθικά ανώριμος … Dictionary of Greek
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek
αλαγάριστος — η, ο ακαταστάλαχτος, θολός: Το κρασί, αλαγάριστο ακόμη, ήταν θολό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)