ακαταστάλαχτος

ακαταστάλαχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν καταστάλαξε, που είναι ακόμη θολός: Το λάδι είναι ακόμη ακαταστάλαχτο.
2. αυτός που δεν ωρίμασε ψυχικά: Αυτός ο άνθρωπος είναι ακόμη ακαταστάλαχτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άπλαστος — η, ο (AM ἄπλαστος, ον) 1. (για ζύμη) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί 2. εκείνος που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ασχημάτιστος 3. απλός, αβίαστος, ειλικρινής μσν. νεοελλ. (για γνώμη) ακαταστάλαχτος, ανόητος… …   Dictionary of Greek

  • ακαταστάλακτος — η, ο και ακαταστάλαχτος [κατασταλάζω] 1. αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, ο θολός 2. όποιος δεν έχει καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις ή συμπεράσματα, ο δισταχτικός 3. ο πνευματικά ή ηθικά ανώριμος …   Dictionary of Greek

  • αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] …   Dictionary of Greek

  • αλαγάριστος — η, ο ακαταστάλαχτος, θολός: Το κρασί, αλαγάριστο ακόμη, ήταν θολό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”